χανιτζής

χανιτζής
ο содержатель постоялого двора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χανιτζής" в других словарях:

  • χανιτζής — χανιτζής, ο και χαντζής, ο αυτός που διατηρεί χάνι, ο ξενοδόχος: Ο χαντζής μάς περιποιήθηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χανιτζής — ο, Ν βλ. χαντζής …   Dictionary of Greek

  • χαντζής — και χανιτζής, ο, Ν ιδιοκτήτης πανδοχείου, πανδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han ci < han (βλ. λ. χάνι) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής), πρβλ. χαλβα τζής] …   Dictionary of Greek

  • χαντζής — ο (λ. τουρκ.), βλ. χανιτζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»